ηλικιωτις

ηλικιωτις
    ἡλικιῶτις
    ἡλῐκιῶτις
    I
    -ιδος ἥ ровесница, сверстница Luc., Plut.
    II
    -ιδος adj. f
    1) современная
    

(ἱστορία Plut.)

    2) совершенная в том же или в одинаковом возрасте
    

(πράξεις Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηλικιωτις" в других словарях:

  • ἡλικιῶτις — equal in age fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιῶτιν — ἡλικιῶτις equal in age fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… …   Dictionary of Greek

  • ἡλικιωτίδων — ἡλικιω̱τίδων , ἡλικιῶτις equal in age fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτιδα — ἡλικιώ̱τιδα , ἡλικιῶτις equal in age fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτιδας — ἡλικιώ̱τιδας , ἡλικιῶτις equal in age fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτιδες — ἡλικιώ̱τιδες , ἡλικιῶτις equal in age fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτιδι — ἡλικιώ̱τιδι , ἡλικιῶτις equal in age fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτιδος — ἡλικιώ̱τιδος , ἡλικιῶτις equal in age fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτισι — ἡλικιώ̱τισι , ἡλικιῶτις equal in age fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»